ΓΙΑΝΝΗΣ Α. ΑΙΣΩΠΟΣ*
Ξεκινώ με μια παραδοχή: το Ελληνικό αποτελεί ταυτόχρονα ιδιωτικό επιχειρηματικό εγχείρημα, αλλά και εθνικό έργο. Ο πολύ μεγάλος αριθμός όλων όσοι –πολιτικοί, τοπικοί άρχοντες, αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι, επιστήμονες, μέλη συλλόγων και απλοί πολίτες– έχουν πάρει θέση υπέρ ή κατά του έργου αυτού –με δηλώσεις, άρθρα, συμμετοχές σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, ανακοινώσεις σε συνέδρια, προσφυγές σε δικαστήρια και κάθε μορφής δράσεις–, τα αμέτρητα μέλη φορέων που έχουν εργασθεί νυχθημερόν για την επεξεργασία και τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων και την επακόλουθη έγκριση των διαφόρων σταδίων υλοποίησής του, η κλίμακά του, αλλά, πάνω από όλα, το αποτύπωμά του στην πόλη, στον δημόσιο χώρο και στην οικονομία το καθιστά αναντίρρητα έργο εθνικής σημασίας.
Το νέο Ελληνικό λοιπόν θα ανήκει στο εταιρικό σχήμα που θα το χρηματοδοτήσει, θα το κατασκευάσει και θα το διαχειρίζεται, όμως, την ίδια στιγμή, θα ανήκει και σε όλη την πόλη, τους πολίτες και τους επισκέπτες της. Αυτοί, μέσω της χρήσης και της οικειοποίησής του, θα το καταστήσουν επιτυχημένο. Η σχέση Αθήνας και Ελληνικού δεν μπορεί παρά να είναι μια σχέση αμοιβαίας ωφέλειας.
Η δυσκολία του έργου πηγάζει κατ’ αρχάς από το ίδιο το πολύ μεγάλο μέγεθός του και τη σύστασή του από πολλαπλά διαφορετικά, σύνθετα κτιριολογικά προγράμματα. Το Ελληνικό θα οργανώνεται γύρω από έναν νέο, μητροπολιτικής κλίμακας δημόσιο χώρο πρασίνου, ένα ελεύθερης πρόσβασης πάρκο 2.000 στρεμμάτων, που αποτέλεσε εξαρχής την προϋπόθεση για τη δημιουργία του έργου.
Θα υπάρχουν ακόμη εμπορικά κέντρα, εκθεσιακός χώρος, καζίνο, ξενοδοχεία, ενυδρείο, αθλητικές εγκαταστάσεις, μεγάλος αριθμός κτιρίων κατοικιών και φυσικά έξι πολύ ψηλά κτίρια-πύργοι. Η πολυπλοκότητα του κτιριολογικού προγράμματος καθιστά αναγκαία τη διατύπωση και την εφαρμογή συγκεκριμένων κατευθυντήριων σχεδιαστικών αρχών που θα οδηγήσουν σε ένα συνολικό αποτέλεσμα, που θα χαρακτηρίζεται από συνοχή, και όχι σε μια χωρική συνύπαρξη διαφορετικών, ασύνδετων μεταξύ τους, χειρότερων ή καλύτερων, αρχιτεκτονικών χειρονομιών.
Αυτό αφορά όλα τα κτίρια, αλλά κατεξοχήν τους έξι πύργους που, εκ των πραγμάτων, καθώς θα είναι ορατοί από μακριά, θα έχουν και τη μεγαλύτερη έκθεση από κάθε άλλο κτίριο στο Ελληνικό.
Ζητούμενο είναι η αποφυγή ενός αποτελέσματος στο οποίο κάθε κτίριο αναζητά τη διάκριση μέσα από τον (εύκολο) εντυπωσιασμό, βασισμένο απόλυτα στην ιδιαιτερότητα της γλυπτικής μορφής του. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μια αθηναϊκή εκδοχή του επονομαζόμενου «φαινομένου του Ντουμπάι», με τα «λαμπερά» iconic κτίρια. Πρόκειται για μια ήδη ξεπερασμένη, κοινότοπη σχεδιαστική λογική, που θα γεμίσει τον χώρο του παλιού αεροδρομίου με κτίρια χωρίς νόημα, τα οποία θα επιβαρύνουν ανεπανόρθωτα το αθηναϊκό αστικό τοπίο και τη νότια κορυφογραμμή της πόλης.
Ο σχεδιασμός του Ελληνικού θα πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για τη διερεύνηση και την επαναδιατύπωση κτιριακών τύπων, όπως η στοά, το συγκρότημα κατοικιών (και όχι η πολυκατοικία που «έφτιαξε» τη σύγχρονη Αθήνα) και το πολύ ψηλό κτίριο-πύργος. Αυτή η διερεύνηση θα πρέπει να αποδέχεται ανεπιφύλακτα και να «αναδεικνύει» σχεδιαστικά τη «μεσογειακότητα» με στόχο την παραγωγή νέων, καινοτόμων αποτελεσμάτων. Στη μεσογειακή συνθήκη, κυρίαρχη παρουσία και καθοριστική επίδραση έχουν το φως και η σκιά, οι ενδιάμεσοι χώροι, ανάμεσα στο εσωτερικό και το ύπαιθρο, και τα υλικά εκείνα που ανταποκρίνονται στις εκτεταμένες περιόδους ηλιοφάνειας στη διάρκεια του χρόνου, όλα μαζί υποστηρίζοντας έτσι τους τρόπους διαβίωσης στον ευρωπαϊκό νότο. Πρόκληση αποτελεί λοιπόν η διερεύνηση και η διατύπωση μιας πρωτότυπης αρχιτεκτονικής ενός «μεσογειακού πάρκου», «μεσογειακών συγκροτημάτων κατοικιών» και «μεσογειακών ουρανοξυστών».
Υπό αυτό το πρίσμα, το Ελληνικό αποτελεί «εθνική ευκαιρία» για την εγκατάσταση και τη λειτουργία ενός μακράς διάρκειας εντατικού «εργαστηρίου» παραγωγής σύγχρονου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού υψηλής ποιότητας. Ο σχεδιασμός αυτός θα επιτρέψει την προώθηση και την ανάδειξη της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής μέσα από τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού αξιόλογων Ελλήνων αρχιτεκτόνων, οι οποίοι, μαζί με σημαντικούς ξένους συναδέλφους τους, θα κληθούν να σχεδιάσουν τα πολλά κτίρια και τους δημόσιους χώρους του έργου.
Μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών, ο επανασχεδιασμός του παλαιού αεροδρομίου και της ακτής του Αγίου Κοσμά μπορεί να απoτελέσει σημείο καμπής για την αστική και την αρχιτεκτονική ιστορία της πρωτεύουσας.
Ο ρόλος του έργου αυτού θα είναι καθοριστικός στον αναγκαίο ανασχεδιασμό της πόλης στη μετά-την-κρίση εποχή και στην επανεκκίνηση και την προώθηση της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, μέσω της ενεργοποίησης των δημιουργικών δυνάμεων που παρέμειναν για χρόνια σε επαγγελματική ύπνωση. Η υλοποίηση του Ελληνικού θα πρέπει φυσικά να συνδυαστεί με αριθμό άλλων σχεδιαστικών παρεμβάσεων σε απαξιωμένους, προβληματικούς δημόσιους χώρους της Αθήνας, με μεγάλη όμως συμβολική αξία.
Η ευκαιρία του Ελληνικού μπορεί να οδηγήσει –για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του ’60– στη διατύπωση και την προβολή ενός νέου, πρωτότυπου, σύγχρονου ελληνικού αρχιτεκτονικού ιδιώματος με ευρύτερη, διεθνή σημασία.
Το ιδίωμα αυτό, αντί να αντιγράφει ήδη διατυπωμένα ξένα πρότυπα, θα αναφέρεται στην Ιστορία –αρχαία και νεότερη–, αλλά θα παραμένει μη-ιστορικό, μη-μιμητικό, θα επανερμηνεύει δημιουργικά, ευρηματικά τον πολιτισμό και τη ζωή στην Αθήνα. Θα «εορτάζει», με τον πιο θετικό τρόπο, τη ζωή σε μια πολυπρόσωπη, αισιόδοξη, ανοικτή, φιλόξενη και ακτινοβολούσα μεσογειακή μητρόπολη, έναν παγκόσμιο προορισμό.
*Ο Γιάννης Α. Αίσωπος είναι καθηγητής του τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην ειδική έκδοση της «Κ» «Η Ελλάδα και ο κόσμος το 2020» που κυκλοφόρησε στις 05.01.2020.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr